κασελάκι

κασελάκι
το
υποκορ. του κασέλα μικρή κασέλα: Στο κασελάκι έβαζε τα εσώρουχά του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κασελάκι — το 1. μικρή κασέλα, μπαουλάκι, σεντουκάκι 2. το φορητό μικρό κιβώτιο τών υποδηματοστιλβωτών, τών λούστρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”